- δορυθαρσής
- δορυθαρσής και δορυθρασύς, -εῑα, -ές (Α)ο δορίτολμος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δορυθαρσέα — δορυθαρσής neut nom/voc/acc pl (epic ionic) δορυθαρσής masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θάρσος — θάρσος, το (AM) θάρρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. θάρσος (αττ. θάρρος) με τα παράγωγα της καθώς και τους τ. που εμφανίζουν το ίδιο θέμα συνιστούν μια οικογένεια λέξεων, τών οποίων αντίστοιχα απαντούν και σε άλλες ΙΕ γλώσσες. Στην Ελληνική άλλοι τ. έχουν θ.… … Dictionary of Greek